- ευιάς
- εὐιάς, ἡ (Α) [εύιος]ευιακή, βακχική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐιάδες — εὐιάς fem nom/voc pl εὐιακός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐιάδι — εὐιάς fem dat sg εὐιακός fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐιάδος — εὐιάς fem gen sg εὐιακός fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)